

Η λέξη «πλάβα» προέρχεται από το βουλγάρικο απαρέμφατο plavati (πλέω, κολυμπώ). Η σύγχρονη ιστορία της πλάβας ξεκινάει από τον οικισμό της Χαλάστρας που βρίσκεται στο Δέλτα του ποταμού Αξιού πολύ κοντά στη Θεσσαλονίκη. Η καταγωγή της όμως προέρχεται από την Αρχαία Ελλάδα. Η σημασία της για την καθημερινή επιβίωση των ανθρώπων που κατοικούσαν δίπλα σε λίμνες και ποτάμια ήταν πολύ μεγάλη.

Η πλάβα της Μακεδονίας αποτελεί εξέλιξη των αρχαίων μονόξυλων. Πολύ απλά στην κατασκευή τους, αφού ήταν αρκετός ένας κατάλληλα επιλεγμένος κορμός δέντρου και λίγα απλά εργαλεία που συχνά ήταν αυτοσχέδια.

Οι κάτοικοι των υγρότοπων έκαναν σχεδόν τα πάντα με την πλάβα. Ψάρευαν, μετέφεραν πράγματα, μετακινούνταν με τις οικογένειες τους και στον πολύ περιορισμένο ελεύθερο χρόνο τους έκαναν τις ρομαντικές βαρκάδες τους.

Με το πέρασμα των χρόνων η αρχική μορφή της πλάβας εξελίχθηκε, αλλά η βασική της φιλοσοφία παρέμεινε η ίδια. Το μήκος της μπορεί να φτάσει μέχρι και τα έξη μέτρα και το πλάτος της μέχρι ενάμισι μέτρο. Αυτό το στενόμακρο ατρακτοειδές σχήμα σε συνδυασμό με το επίπεδο πάτωμα, της επιτρέπει να γλιστράει με ευκολία στα νερά εξοικονομώντας δυνάμεις για τον κωπηλάτη. Τα πλαϊνά τους είναι ελαφρώς καμπυλωτά. Η κατασκευή γίνεται από προσεκτικά επιλεγμένα σανίδια και στο τελικό στάδιο τις αλείφουν με πίσσα για να εξασφαλιστεί η στεγανότητά τους.

Η πλάβα είχε μεγάλη επίδραση στην καθημερινότητα των ανθρώπων με αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε πολιτισμικό στοιχείο που έχει εμπνεύσει πολλούς συγγραφείς και ποιητές αλλά και ζωγράφους.
Αναφέρεται στην Οδύσσεια του Ομήρου:
«Όσο φαρδύ τορνεύει μάστορης που κατέχει την τέχνη του άριστα τον πάτο καραβιού για φόρτωμα τόσο φαρδιά κι ο Οδυσσέας την έφτιαξε την πλάβα, στεριώνοντας τα ίκρια με πολλά στραβόξυλα ώσπου απλώνοντας μακριές σανίδες τέλειωσε την κουβέρτα».
Ραψωδία ε, στίχοι 233-253, Μετάφραση: Δ. Ν. Μαρωνίτης

Χαρακτηριστική είναι και η αναφορά στο ιστορικό μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα «Στα μυστικά του Βάλτου» (1937), στο οποίο περιγράφεται η φρίκη που ζούσαν οι στρατιώτες και οι κάτοικοι την εποχή των βαλκανικών πολέμων.
-Ποιοι είστε εκεί; Είστε ψαράδες Κουλακιώτες; Τρεις τέσσερις φωνές μεμιάς αποκρίθηκαν:
-Μεις είμαστ! Καλώς ορίστ!… Ένας ψίθυρος χαρούμενος έτρεξε στη σκοτεινή επιφάνεια του νερού.
-Κουλακιώτικη προφορά! Δικοί μας είναι!…
«Κάθε μέρα, από τις Κάτω Καλύβες ξεκινούσαν οι κατραμωμένες μαύρες πλάβες, με τους εργάτες χωρικούς και τους οπλισμένους, ν’ ανοίξουν δρόμους κυρτούς, στριφτούς, μυστικούς, μες στη φουντωτή δεντροπυκνάδα της Λίμνης…».
Κουλακιώτες ονομάζονταν οι κάτοικοι της Κουλακιάς, της σημερινής Χαλάστρας. Η «Λίμνη» που αναφέρει η Πηνελόπη Δέλτα είναι η βαλτώδης περιοχή στο νομό Πέλλας στη θέση «Τσέκρι». Η ονομασία αυτή δηλώνει μια περιοχή με ρηχά στάσιμα νερά. Ήταν σημείο εισόδου για τη λίμνη, ενώ αποτελούσε και σταθμό για τους ταξιδιώτες επειδή βρισκόταν επάνω στον άξονα της Εγνατίας Οδού. Η Λίμνη αποξηράνθηκε μεταξύ των ετών 1926 – 1935. Σε εκείνο το σημείο βρίσκεται σήμερα το χωριό Παραλίμνη.

Εκτός από μέσο μεταφοράς και βιοπορισμού, η πλάβα έχει λειτουργήσει και σαν αμυντική μηχανή. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων του 1912-1913 οι κάτοικοι της Χαλάστρας έδεσαν πλάβες μεταξύ τους στην κοίτη του Αξιού. Δημιουργήσαν έτσι μια μεγάλη πλωτή γέφυρα από την οποία ο πέρασε ο ελληνικός στρατός για να προλάβει τα βουλγαρικά στρατεύματα και να απελευθερώσει την Θεσσαλονίκη .

Η διαμόρφωση του εδάφους αλλά και οι κλιματολογικές συνθήκες της Χαλάστρας, προκαλούσαν προβλήματα στην γεωργία και την κτηνοτροφία, αφού συχνά οι πλημμύρες από τα νερά του Αξιού κατέστρεφαν τις καλλιέργειες και έπνιγαν τα ζώα. Η κατοχή μίας πλάβας ήταν σε αυτές τις περιπτώσεις βασικό στοιχείο βιοπορισμού. Εκτός από το ψάρεμα χρησιμοποιήθηκαν και στις μεταφορές από και προς τη Θεσσαλονίκη.

Επίσης, κάθε φορά που η περιοχή διαχωρίζονταν σε νησίδες, εξαιτίας των πλημμυρικών φαινομένων, οι πλάβες χρησιμοποιήθηκαν ώστε να επικοινωνούν οι κάτοικοι μεταξύ τους, δημιουργώντας αυτοσχέδιες ξύλινες γέφυρες και σχεδίες.

Η λαϊκή παράδοση λέει ότι μια Κυριακή του Θωμά, ο Αξιός είχε πλημμυρίσει και τα νερά του κατέκλυσαν τα σπίτια. Τότε οι πιστοί πήγαν στην εκκλησία με τις πλάβες τους μέσα από τους «ποταμόδρομους» που είχαν δημιουργηθεί.

Η εγκατάλειψη είναι συνώνυμη της προόδου; Περπατώντας στις όχθες συναντάμε σκαριά που κάποτε γλιστρούσαν επάνω στο νερό, γράφοντας το καθένα τη δική του μοναδική ιστορία. Τώρα όμως έχουν μετατραπεί σε κουφάρια που σιγά σιγά τα καταπίνει η γη.

Σήμερα οι πλάβες εξακολουθούν να χρησιμεύουν για βιοπορισμό κυρίως για ψάρεμα, αλλά και για την μεταφορά τουριστών. Πολλοί ιδιοκτήτες χρησιμοποιούν εξωλέμβιες μηχανές για να κινούνται πιο γρήγορα και με λιγότερο κόπο. Όμως για κάποιους ρομαντικούς η πλάβα με τα κουπιά παραμένει ο πιο γοητευτικός τρόπος για να κινηθούν σε μια λίμνη.


Φωτογραφίες: Μιχάλης Μαγνήσαλης – Τηλέμαχος Γαροφαλλίδης
Κείμενο: Μιχάλης Μαγνήσαλης
Οι πληροφορίες για αυτό το άρθρο αντλήθηκαν από την δημοσιευμένη μελέτη του κ. Λεωνίδα Πλατανιώτη, ιστορικού και αρχαιολόγου.
Αν δεν είστε συνδρομητές μπορείτε να κάνετε την εγγραφή σας εδώ. Ακολουθήστε μας σε αυτή τη διαδρομή προς την ανακάλυψη και τη διάδοση της γνώσης.
Η αναπαραγωγή, δημοσίευση, τροποποίηση, ή εκμετάλευση των φωτογραφιών, video, κειμένων και λογότυπων που περιλαμβάνονται στον παρόντα ιστότοπο για οποιαδήποτε χρήση προσωπική ή εμπορική χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια, απαγορεύται αυστηρά βάσει του Νόμου 2121/93 (όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα) και των διεθνών συμβάσεων περί προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων.