Μπιτ παζάρ – «Η αγορά της ψείρας».

  • – Του Τηλέμαχου Γαροφαλλίδη –

Λίγο πάνω από την Εγνατία και μεταξύ Βενιζέλου και Αριστοτέλους θα βρεις το γνωστό στους Θεσσαλονικείς και όχι μόνο, Μπιτ Παζάρ – η «αγορά της ψείρας» – όνομα που προήλθε από τις ψείρες που είχαν τα παλιά ρούχα που πουλούσαν οι πρόσφυγες. Η ιστορία του ξεκινά το 1928 όταν κτίστηκε και παραχωρήθηκε στους  πρόσφυγες από τον «Οικοδομικό Συνεταιρισμό Προσφύγων Θεσσαλονίκης» και εγκαινιάστηκε από τον ίδιο τον Βενιζέλο. Σχεδόν 90 χρόνια τώρα φιλοξενεί την μοναδική σταθερή αγορά παλαιοπωλείων της πόλης. Τα βράδια τα τελευταία χρόνια αποτελεί δημοφιλή προορισμό μιας και ξεφύτρωσαν πολλά καφέ, ουζερί και ταβέρνες στην περίκλειστη πλατεία του.

Το Σάββατο όμως το πρωί η πλατεία αποκτά μια διαφορετική όψη. Το Σαββατιάτικο παζάρι. Μικροπωλητές απλώνουν την πραμάτεια τους σε σεντόνια κατάχαμα, σε αυτοσχέδιους πάγκους ή σε καφάσια. Εκεί μπορείς να βρεις από ρολόγια και κοσμήματα μέχρι κινητά και πλαστικά νεροπίστολα, από βιβλία άλλων εποχών και περιοδικά μέχρι δίσκους βινυλίου και κασέτες. Οι φιγούρες των μικροπωλητών είναι αγριεμένες, καθόλου φιλικές και ιδιαίτερα όταν στα χέρια σου κρατάς φωτογραφική μηχανή. Δεν σηκώνουν πολλές κουβέντες, δεν ανέχονται βλέμματα επάνω τους κι επουδενί λόγω φωτογραφίες.  Μόλις πλησιάζεις , χωρίς καν να σηκώσεις την μηχανή η φωνή σε προσγειώνει στο ιδιαίτερο μανιφέστο που υπάρχει εδώ. «Δημοσιογράφε, άσε τις ανακρίσεις . Άμα θες να πάρεις κάτι, αλλιώς … δρόμο» . Δεν χωράει δεύτερη κουβέντα. Το καταλαβαίνεις.

Την εξήγηση μου την δίνει φίλος που διατηρεί μια από τις ταβέρνες της πλατείας πολλά χρόνια τώρα. Είναι πολύ καλός γνώστης της περιοχής και των ανθρώπων της. Οι πιο πολλοί απ’ αυτούς είναι παλιοί τρόφιμοι  των φυλακών και σε κάποιες περιπτώσεις οι πραμάτειες τους προέρχονται απ’ αυτό το μακρινό τους παρελθόν …. Καταλαβαίνεις…. μου λέει. Ούτε να το σκεφτείς μου απαντά όταν του ζητάω να μεσολαβήσει για μερικές φωτογραφίες μιας και τους γνώριζε. Έχουν ιδιαίτερο κώδικα όλοι αυτοί. Δεν σηκώνουν πολλά πολλά. Κάθομαι λοιπόν σε ένα τραπεζάκι, μακριά, και απολαμβάνω το καφεδάκι που κέρασε ο φίλος μου. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να παρατηρώ, να “φωτογραφίζω” με τα μάτια. 

Κόσμος περνάει κοιτάζει την πραμάτεια…φεύγει πηγαίνει δίπλα…κοιτάζει…ξαναέρχεται. Πολλοί ψάχνουν. Χώνονται μέσα σε χαρτόκουτες, σε παλιές βαλίτσες, σε καφάσια. Ψάχνουν κυρίως δίσκους ή βιβλία. Όταν βρουν αυτό που ψάχνουν, αρχίζει η διαδικασία για την απόκτηση του. Το παζάρι.

Καθισμένοι στα γόνατα, για να φτάσουν δίπλα  στον πωλητή που κάθεται απαθής, προσπαθούν συνωμοτικά να φτάσουν την τιμή στο επιθυμητό ύψος. Κανονικό παζάρι. Έχει όμως κι αυτό το πρωτόκολλο του. Φτάνει μέχρι ένα σημείο. Πρέπει να το ξέρεις ή να το μαντέψεις. Μετά τα πράγματα μπορεί να ξεφύγουν λέει ο φίλος μου πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ του. Να κοιτάς διακριτικά μου λέει καθώς εμένα με συνεπήρε όλη αυτή η μυσταγωγία. Πίνω  τον καφέ μου μαζεύω την μηχανή στην τσάντα και φεύγω. Ευτυχώς δεν πάθαμε τα «χειρότερα» όπως «η άλλη που επέμενε να φωτογραφίσει παρά τις προειδοποιήσεις» όπως μου εξομολογήθηκε άλλος φίλος που τυχαία βρήκα στην έξοδο.
Γκέτο….
Ευτυχώς….. ;  Δυστυχώς…..;  

Φωτογραφίες – κείμενο: Τηλέμαχος Γαροφαλλίδης

– Η αναπαραγωγή, δημοσίευση, τροποποίηση, ή εκμετάλευση των φωτογραφιών, video, κειμένων και λογότυπων που περιλαμβάνονται στον παρόντα ιστότοπο για οποιαδήποτε χρήση προσωπική ή εμπορική χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια, απαγορεύται αυστηρά βάσει του Νόμου 2121/93 (όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα) και των διεθνών συμβάσεων περί προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων.