
«Στην μνήμη του πατέρα μου Αρτέμη Γαροφαλλίδη που πέρασε από το Επταπύργιο καταδικασμένος σε θάνατο».
Η Θεσσαλονίκη προσφέρει σε επισκέπτες και ντόπιους μεγάλο αριθμό αξιοθέατων μνημείων, καθένα από τα οποία έχει να διηγηθεί μια ιδιαίτερη ιστορία. Ένα από τα μνημεία αυτά βρίσκεται στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης και έχει μείνει γνωστό ως Επταπύργιο, ή αλλιώς Γεντί Κουλέ (Yedi=επτά και Kule=πύργος). Πρόκειται για φυλακές, οι οποίες θεωρήθηκαν μάλιστα από τις σκληρότερες που λειτούργησαν ποτέ στην Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση το Επταπύργιο ή Γεντί Κουλέ, αποτελεί μνημείο τεράστιου ιστορικού βάρους.

Η ιστορία του Επταπυργίου
Οι αρχαιολογικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή, αποκάλυψαν πως το Επταπύργιο χτίστηκε περί τον 14ο αιώνα μ.Χ., την Παλαιολόγεια περίοδο, πάνω σε κτίσμα ίσως του 9ου αιώνα . Ο αρχικός σκοπός της δημιουργίας του ήταν να χρησιμοποιηθεί ως φρούριο, το οποίο θα προσέφερε στους κατοίκους της περιοχής, ασφάλεια καθώς και ένα καταφύγιο σε περίπτωση επιδρομών. Σύμφωνα με την παράδοση, το συγκεκριμένο κτίσμα ονομάστηκε Επταπύργιο, καθώς το πλαισίωναν επτά πύργοι, οι οποίοι και βρίσκονταν στην βόρεια πλευρά του κάστρου, το οποίο αποτελούσε την Ακρόπολη της Θεσσαλονίκης. Η θέση στην οποία είναι χτισμένο το Επταπύργιο, συνέβαλε ώστε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο, καθώς η θέα η κλίση του εδάφους και η οχύρωση αποτελούσαν χρήσιμα στοιχεία ενός φρουρίου.

Γεντί Κουλέ ονομάστηκε από τους Οθωμανούς, οι οποίοι προσέθεσαν στην περιοχή τον έβδομο από τους επτά πύργους, το 1431, κατασκευαστής του οποίου ήταν ο Τσαούς Μπέη. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1890, οι Οθωμανοί αποφασίζουν να μετατρέψουν το Γεντί Κουλέ σε φυλακές, καθώς ως φρούριο δεν εξυπηρετούσε πλέον τους σκοπούς τους. Από αυτό περίπου το χρονικό σημείο, ξεκινάει η ιστορία της μιας εκ των σκληρότερων και πιο απάνθρωπων φυλακών της Ελλάδας.

Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912, το Γεντί Κουλέ πέρασε στην κυριότητα του ελληνικού κράτους και χτίστηκαν βοηθητικοί χώροι ώστε το κτίριο να είναι λειτουργικό. Υπήρχε εσωτερική αυλή που ήταν χωρισμένη με φράχτες σε τμήματα. Pαρατηρητήριο, εκκλησάκι, κελιά απομόνωσης, φυλακές γυναικών και στρατιωτική πτέρυγα…. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, το 1912, το μόνο που άλλαξε ήταν την ονομασία του, η οποία από οθωμανική μετατράπηκε σε ελληνική. Το σωφρονιστικό ίδρυμα φιλοξενούσε ανθρώπους όλων των ηλικιών και φύλων. Το Επταπύργιο χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως υγρός τάφος καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις οι φυλακισμένοι πέθαιναν στο εσωτερικό του. Ένα αξιοσημείωτο θέμα επίσης, ήταν ο τρόπος αντιμετώπισης των κρατουμένων. Όλοι οι φυλακισμένοι είχαν ακριβώς τον ίδιο και ίσο τρόπο αντιμετώπισης από τους δεσμοφύλακες , χωρίς να παίζει ρόλο η ποινή τους, είτε ήταν ισοβίτες, είτε φυλακισμένοι μερικών μηνών.

Στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, φυλακίστηκε στο Επταπύργιο τεράστιος αριθμός των πολιτικών του αντιπάλων και οι ήδη σκληροί κανόνες γίνανε ακόμα σκληρότεροι.
Την περίοδο της Γερμανικής κατοχής το Γεντί Κουλέ υπήρξε διαβόητο κολαστήριο για πολλούς καταδικασμένους πατριώτες και πολιτικούς κρατούμενους, που οδηγήθηκαν στο θάνατο για τον πατριωτισμό τους και τις ιδέες τους από τον στρατό κατοχής. Ήταν ο τελευταίος χώρος αποχαιρετισμού των μελλοθάνατων πριν οδηγηθούν «εις τον συνήθη τόπον» των εκτελέσεων, που γινόταν στην έρημη περιοχή πίσω από το Επταπύργιο και στο δάσος του Σέιχ Σου. Κάθε πρωί σχεδόν άνοιγαν οι σιδερένιες πόρτες των κελιών και έπαιρναν τους μελλοθάνατους για εκτέλεση.

Αυτές τις μνήμες των πολιτικών θανάτων και τη διαδρομή ως το γειτονικό κρανίου τόπο ανακαλεί στο ποίημα «Το Πρωί» ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης, έγκλειστος στο Γεντί Κουλέ και μελλοθάνατος.
Το πρωί στις 5 ο ξηρός μεταλλικός ήχος
Ύστερα τα φορτωμένα καμιόνια
που θρυμματίζουνε τις πόρτες του ύπνου
και το τελευταίο αντίο της παραμονής
και οι τελευταίοι βηματισμοί στις υγρές πλάκες
και το τελευταίο σου γράμμα
στο παιδικό τετράδιο της αριθμητικής
σαν του μικρού παραμυθιού το δίχτυ
που τεμαχίζει με κάθετες μαύρες γραμμές
του πρωινού χαρούμενου ήλιου της παρέλαση.

Πιο σκληρές ήταν οι εκτελέσεις μελλοθανάτων του Γεντί Κουλέ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και τα πρώτα χρόνια της μετεμφυλιακής δεκαετίας. Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες εκτελέστηκαν 148 καταδικασθέντες σε θάνατο από τα έκτακτα στρατοδικεία που δίκαζαν συνοπτικά και τις περισσότερες φορές χωρίς ενοχοποιητικά στοιχεία. Αρκούσε η «αντιεθνική» ιδεολογία, η αόριστη κατηγορία συμμετοχής στον Δημοκρατικό Στρατό και η ένταξη του κατηγορούμενου σε πολιτικές «παραφυάδας των κομμουνιστοσυμμοριτών». Ήταν πολλοί οι πολιτικοί κατάδικοι του Γεντί Κουλέ που ξεψύχησαν από το κροτάλισμα των πολυβόλων του εκτελεστικού αποσπάσματος. Συγκλονιστική περίπτωση ήταν η ομάδα Νικηφορίδη, που εκτελέστηκε άδικα ενάμιση σχεδόν χρόνο μετά τη λήξη του εμφύλιου πολέμου. Τα χαράματα της 5ης Μαρτίου του 1951 στήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα μαζί με έξι ακόμη καταδικασμένους σε θάνατο από το έκτακτο στρατοδικείο Θεσσαλονίκης ο Νίκος Νικηφορίδης.

Οι φυλακές λειτούργησαν από το 1890 μέχρι το 1989. Εκεί φυλακίστηκαν μερικοί από τους διαβόητους ποινικούς κρατούμενους τη χώρας. Μεταξύ άλλων, ο φερόμενος ως «δράκος του Σέιχ Σου», ο λήσταρχος Τζατζάς, οι συμμορίτες του Φώτη Γιαγκούλα και άλλοι ποινικοί κρατούμενοι .
Η σημερινή του διαμόρφωση περιλαμβάνει το Βυζαντινό φρούριο με τους πύργους του καθώς και τα νεότερα κτίρια που δημιουργήθηκαν ως προσθήκες, κυρίως κατά την περίοδο της χρήσης του ως φυλακές. Η κατασκευή τους προκάλεσε σημαντικές αλλοιώσεις στην αρχιτεκτονική του μνημείου.

Μόλις το 1989 οι φυλακές μεταφέρθηκαν και το κτίριο ήρθε στην δικαιοδοσία του Υπουργείου Πολιτισμού έχοντας δεχθεί επισκευές και μερικές αναστηλώσεις. Σήμερα στους χώρους του φιλοξενούνται συχνά εκδηλώσεις, και διάφορα δρώμενα, ενώ υπάρχουν σχέδια για γενικότερη ανάπλαση.

Σημ.: Πληροφορίες και στοιχεία για το θέμα, από τα βιβλία του Κων. Νίγδελη «Επταπύργιο – Γεντί Κουλέ, πορεία στο χρόνο», έκδοση Δήμου Συκεών, «Μνήμες Επταπυργίου. Η περίπτωση του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη», έκδοση 2ου Γυμνασίου Συκεών και Κέντρου Ιστορίας Δήμου Συκεών, σε επιμέλεια Χρήστου Μουχάγιερ, και «Η εκτέλεση της Ειρήνης – Η υπόθεση Νικηφορίδη», του Σπύρου Κουζινόπουλου, εκδ. Καστανιώτη.



Φωτογραφίες – κείμενο: Τηλέμαχος Γαροφαλλίδης
– Η αναπαραγωγή, δημοσίευση, τροποποίηση, ή εκμετάλευση των φωτογραφιών, video, κειμένων και λογότυπων που περιλαμβάνονται στον παρόντα ιστότοπο για οποιαδήποτε χρήση προσωπική ή εμπορική χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια, απαγορεύται αυστηρά βάσει του νόμου 2121/93.