Αισθάνονται…τα τραίνα;

  • – Του Μιχάλη Μαγνήσαλη –

Ήξερα που θα την βρω. Στην πόλη μου, την Θεσσαλονίκη, ο σιδηροδρομικός σταθμός βρίσκεται πολύ κοντά στο κέντρο. Οι γραμμές διασχίζουν τις δυτικές συνοικίες πριν πάρουν κατεύθυνση για Αθήνα, ή για Αλεξανδρούπολη. Οι πολλές και μεγάλου μήκους βοηθητικές γραμμές του σταθμού, φτάνουν μέχρι αρκετά μακρυά και από γραμμές ελιγμών, έχουν καταλήξει να είναι η τελευταία κατοικία των παλιών τραίνων. Προχωράω λίγα μόνο βήματα, από την οδό Μοναστηρίου πίσω από το κτίριο που βρίσκεται στη στάση «Μπάλτα» και έχω μπροστά μου…. μια άλλοτε περήφανη κυρία των ελληνικών σιδηροδρόμων.

Θα πρέπει να έχει περάσει κοντά μισός αιώνας από εκείνη τη μέρα, κάπου αρχές της δεκαετίας του ’70, που έκανε το τελευταίο της ταξίδι. Μέχρι τη στιγμή που ο τελευταίος μηχανοδηγός, άνοιξε τις στρόφιγγες, για να απελευθερώσει τον ατμό και τράβηξε τον μοχλό που ενεργοποίησε τα φρένα, καταδικάζοντάς την σε αιώνια ακινησία. Για κάποιους, μπορεί να μην είναι τίποτα περισσότερο από ένας άχρηστος όγκος από παλιοσίδερα. Όμως για εμάς τους συναισθηματικούς, που αγάπησαμε από τα παιδικά μας χρόνια το τραίνο, κάθε μηχανή και κάθε βαγόνι, είναι μια ζωντανή ψυχή. Στέκομαι μπροστά της και κοιτάζω τις λεπτομέρειες. Τον χωρίς ιδιαίτερες ανέσεις θάλαμο οδήγησης, τον μακρύ κυλινδρικό λέβητα που βρίσκεται ακριβώς μπροστά, αφήνοντας στους χειριστές πολύ περιορισμένο οπτικό πεδίο. Τα τεράστια έμβολα που με την πίεση του ατμού πηγαινοέρχονταν και έδιναν κίνηση στις ακτινωτές ρόδες. Τα αμέτρητα σωληνάκια και τα πολύπλοκα μηχανικά μέρη, ενός συστήματος που μπορούσε να κινηθεί με μόλις 40-50 χιλιόμετρα ανά ώρα, ταχύτητες εξωφρενικά υψηλές για εκείνη την εποχή.

Το μυαλό μου έχει αρχίσει να ταξιδεύει. Την βλέπω βαμμένη, στα συνήθως σκούρα χρώματα της εταιρίας σιδηροδρόμων, σε κάποια αποβάθρα του σταθμού, με δεμένα πίσω της τα βαγόνια, και τον κόσμο να επιβιβάζεται βιαστικά.Τον μαύρο καπνό να βγαίνει από την καμινάδα και τους ατμούς να δραπετεύουν από τους θαλάμους πίεσης. Νιώθω την μυρωδιά του κάρβουνου, και τη ζέστη γύρω της, η οποία ήταν αισθητή ακόμα και τον χειμώνα. Οι πόρτες κλείνουν, ο σταθμάρχης σηκώνει τον σημαφόρο και ο ήχος της επίσης ατμοτροφοδοτούμενης σάλπιγγας, για μερικά δευτερόλεπτα διαπερνάει τα αυτιά. Τα έμβολα αρχίζουν αργά να κινούνται και οι ρόδες να περιστρέφονται, όσο ο ήχος του ατμού δυναμώνει. Ο μηχανοδηγός χαιρετάει με την χαρακτηριστική κίνηση του χεριού καθώς σιγά σιγά περναει από μπροστά μου. Περνάνε ένα ένα και τα βαγόνια με τους επιβάτες να χαιρετάνε κρεμασμένοι από τα παράθυρα. Θα περάσει από δύσβατες ορεινές περιοχές, θα γίνει ένα με την φύση, μεταφέροντας ανθρώπους και εμπορεύματα, όνειρα και ελπίδες. Θα φέρει το χαμόγελο στα πρόσωπα των ανθρώπων της υπαίθρου, που θα σταματούν την εργασία τους για να το χαιρετήσουν από μακρυά ή για να ανταλλάξουν μια γρήγορη κουβέντα με επιβάτες και μηχανοδηγούς σε κάποιο μικρό σταθμό.

Αρκεί μια μόνο στιγμή και έχω πάλι μπροστά μου την εικόνα της εγκατάλειψης. Σε αυτήν εδώ τη χώρα, ότι δεν το χρειαζόμαστε πια, ή το σκοτώνουμε, ή το αφήνουμε να πεθάνει. Ποιος είπε ότι τα τραίνα δεν αισθάνονται; Αισθάνονται όσο υπάρχουν άνθρωποι που έχουν συνδέσει κομμάτια της ζωής τους με αυτά.

Φωτογραφίες – κείμενο: Μιχάλης Μαγνήσαλης

– Η αναπαραγωγή, δημοσίευση, τροποποίηση, ή εκμετάλευση των φωτογραφιών, video, κειμένων και λογότυπων που περιλαμβάνονται στον παρόντα ιστότοπο για οποιαδήποτε χρήση προσωπική ή εμπορική χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια, απαγορεύται αυστηρά βάσει του Νόμου 2121/93 (όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα) και των διεθνών συμβάσεων περί προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων.