
Πηγαίνοντας τακτικά στην Πτολεμαΐδα, περνάω πολλές φορές κοντά από τον σιδηροδρομικό της σταθμό, ο οποίος βρίσκεται στην είσοδο της πόλης από την «Εγνατία οδό». Αυτή την φορά αποφάσισα να κάνω μια μικρή παράκαμψη και να τον επισκεφτώ. Έχουν περάσει πολλά χρόνια που δεν ταξιδεύω με τραίνο προς την Πτολεμαΐδα. Ξέρω ότι εδώ και πολύ καιρό έχουν καταργηθεί τα δρομολόγια από και προς την Κοζάνη. Αφήνοντας λοιπόν τον κεντρικό δρόμο, στρίβω δεξιά και φτάνω στο σταθμό. Αντικρίζοντας την μικρή πλατεία πίσω από το σταθμό, τίποτε δεν θυμίζει πια τις γνώριμες εικόνες των παιδικών μου χρόνων. Θλίψη και εγκατάλειψη.

Κάποτε αυτή η πλατεία ήταν γεμάτη ΤΑΞΙ, που μετέφεραν τους επιβάτες στο κέντρο της πόλης, για να μην θυμηθώ πιο παλιά τα «παϊτόνια», τις άμαξες δηλαδή με τα άλογα. Παρκάρω και συνεχίζω με τα πόδια. Περνάω τον μισογκρεμισμένο φράχτη και φτάνω στις αποβάθρες. Καμιά σχέση με αυτό που ήξερα εγώ. Κάποτε αυτές οι αποβάθρες ήταν γεμάτες κόσμο που περίμενε το τραίνο για να ταξιδέψει. Ερχόταν από την Κοζάνη κι ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Γινόταν … μάχη για να προλάβεις να μπεις από τους πρώτους, για να εξασφαλίσεις θέση και ακόμη καλύτερα ένα «κουπέ» για όλη την παρέα που ταξίδευε. Θυμάμαι τον πατέρα μου να είναι επιφορτισμένος μ’ αυτή την υποχρέωση και αφού κατάφερνε να μπει μέσα, να βγάζει το κεφάλι από το παράθυρο και να παίρνει τις βαλίτσες. Ειδικά τελειώνοντας οι διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα που όλοι γυρίζαμε πια στην Θεσσαλονίκη, αυτό ήταν μια δύσκολή διαδικασία με τόσον κόσμο που ταξίδευε.

Τώρα οι γραμμές έχουν σκουριάσει, δείγμα ότι δεν περνάει τραίνο. Το κτήριο του σταθμού είναι κλειδωμένο, κάποια παράθυρα του σπασμένα, το πράσινο ταμπελάκι που σήκωνε ο σταθμάρχης για να φύγει το τραίνο παραμένει κρεμασμένο στη θέση του, άχρηστο πια. Οι σφραγίδες και τα βιβλία πάνω στο γραφείο, μάταια περιμένουν κάποιον να γράψει την ώρα άφιξης κι αναχώρησης κάποιου τραίνου, μόνο οι αράχνες τα καταδέχονται πια. Τα κλειδιά που αλλάζουν τις γραμμές κι αυτά σκουριάζουν αφού κανένα τραίνο δεν περνάει από δω πια. Κάθομαι σ’ ένα παγκάκι γυρίζω τα χρόνια πίσω και ταξιδεύω….

Αναπολώ το ταξίδι Θεσσαλονίκη – Πτολεμαΐδα των παιδικών μου χρόνων. Μια από τις μεγάλες μου χαρές. Πρώτα ΤΑΞΙ από το σπίτι στη Νεάπολη, στον σιδηροδρομικό σταθμό, μετά στην ουρά για εισιτήριο, γιατί τότε είχε ουρά στα γκισέ των ταμείων, για να αποκτήσεις το πολυπόθητο μπεζ καρτελάκι με την τρύπα από το ακυρωτικό μηχάνημα του ταμεία που έγραφε πάνω : Θεσσαλονίκη – Πτολεμαΐδα. Μετά ν’ ανεβείς στην αποβάθρα. Έφευγε σχεδόν πάντα από την τελευταία γραμμή, την Νο7 . Φτάναμε νωρίς και συνήθως δεν ήταν εκεί το τραίνο. Περιμέναμε υπομονετικά μαζί με πολύ άλλο κόσμο κι όταν ερχόταν ορμούσαμε να πιάσουμε θέση, κοντά στο παράθυρο και προς την φορά κίνησης του τραίνου. Όταν ήμουν μικρός πάντα ήθελα να κάθομαι δίπλα στο παράθυρο όχι τόσο για να βλέπω έξω, όπως συνήθως κάνουν τα παιδάκια (η διαδρομή μού ήταν πολύ γνωστή άλλωστε) , άλλα επειδή μου άρεζε να χειρίζομαι την αλουμινένια μανιβέλα και να ανεβοκατεβάζω το παράθυρο.

Η επόμενη δυσκολία ήταν να περάσουμε τον σταθμό στο Πλατύ. Εκεί το τραίνο μας συναντιόταν με το τραίνο που ερχόταν από την Αθήνα, κι αν αυτό καθυστερούσε το περιμέναμε. Υπήρχε ανταπόκριση. Κι αυτή η καθυστέρηση ήταν συνηθισμένη και πολλές φορές πολύωρη. Ήταν από τα δύσκολα σημεία της διαδρομής. Επόμενη σημαντική στάση, ήταν ο σταθμός της Έδεσσας. Εκεί πολύς κόσμος κατέβαινε να πάρει νερό από την βρύση του σταθμού. Έδεσσα, η πόλη των νερών εξάλλου (Βοντενά, η παλιά της, η σλάβικη, ονομασία) και την Άνοιξη κεράσια. Επόμενη στάση, ο Άγρας. Ο σταθμός με τα … σουβλάκια! Μικροπωλητές με δίσκους με σουβλάκια, κάποιες φορές και μισοψημένα, κινούνταν κατα μήκος των βαγονιών και τα πουλούσαν. Γινόταν χαμός, ποιος θα προλάβει να πάρει. Για έναν ανεξήγητο λόγο ήταν καθιερωμένο, ήταν προϊόν ονομασίας προέλευσης… σουβλάκια Άγρα (!) Συνήθως έβγαιναν από τα παράθυρα οι επιβάτες και φώναζαν κρατώντας το ταληράκι (5 δραχμούλες τότε) «έλα, έλα από δω …» και να το σουβλάκι με μια φετούλα ψωμί καρφωμένη πάνω του και μπόλικη αλατορίγανη. Και το τραίνο συνήθως καθυστερούσε για να προλάβουν σχεδόν όλοι οι επιβάτες να προμηθευτούν το σουβλάκι τους. Μάλλον κάποια άτυπη συμφωνία υπήρχε με τους μηχανοδηγούς.

Από κει άρχιζε η ανηφόρα και οι γαλαρίες , που πολύ μου άρεζαν. Το τραίνο κινούνταν πολύ αργά αγκομαχώντας και κάθε τόσο άναβε τα φώτα των βαγονιών καθώς περνούσε από τις γαλαρίες. Όταν έφτανε στην Άρνισσα άρχιζε τότε ο γύρος της λίμνης Βεγορίτιδας. Αυτό ήταν πολύ κουραστικό, θυμάμαι, αλλά και ελπιδοφόρο γιατί το ταξίδι έφτανε στο τέλος. Μόλις ολοκλήρωνε τον γύρο της Βεγορίτιδας περνούσε ο ελεγκτής και φώναζε: « οι επιβάτες για Φλώρινα να περάσουν στα τελευταία βαγόνια». Φτάναμε στο Αμύνταιο. Εδώ είχε πάλι μια καθυστέρηση καθώς έπρεπε να αποσυνδεθούν τα βαγόνια που θα πήγαιναν προς Φλώρινα και μέχρι εκεί ήταν συνδεδεμένα στο τραίνο. Από το Αμύνταιο και μετά ακολουθούσαν άλλη διαδρομή. Τα υπόλοιπα βαγόνια με την μηχανή συνέχιζαν προς Κοζάνη. Το ταξίδι έφτανε σχεδόν στο τέλος του. Αρχίζαμε να κατεβάζουμε τις βαλίτσες που ήταν πάνω από τις θέσεις μας. Μόλις συναντούσαμε την φυλασσόμενη διάβαση κι ακούγαμε το κουδουνάκι που προειδοποιούσε τα αυτοκίνητα για τη διέλευση του τραίνου, αυτό σήμαινε ότι φτάνουμε. Με τις βαλίτσες μας κατευθυνόμασταν προς την έξοδο. Το ταξίδι πια τελείωνε. Κρατούσε συνήθως τρεισήμισι με τέσσερεις ώρες, χωρίς την καθυστέρηση στο Πλατύ. Ήταν κουραστικό άλλα κι όμορφο. Τότε δεν καταλάβαινα την ομορφιά. Τώρα όμως το αναπολώ.

Οι πρώτες σταγόνες της βροχής με επαναφέρουν στην πραγματικότητα. Κοιτάζω γύρω μου. Τίποτε δεν είναι όπως τότε. Δεν υπάρχει η γραμμή Θεσσαλονίκη-Κοζάνη, δεν υπάρχει η ζωντάνια στον σταθμό της Πτολεμαΐδας, δεν σπρώχνει κανένας κανέναν , δεν συνωστίζεται πια ο κόσμος για μια θέση στο βαγόνι. Αυτά όλα ανήκουν στο παρελθόν. Σήμερα μόνο φθορά, εγκατάλειψη και θλίψη. Κρίμα!!!

Φωτογραφίες – κείμενο: Τηλέμαχος Γαροφαλλίδης
– Η αναπαραγωγή, δημοσίευση, τροποποίηση, ή εκμετάλευση των φωτογραφιών, video, κειμένων και λογότυπων που περιλαμβάνονται στον παρόντα ιστότοπο, για οποιαδήποτε χρήση, προσωπική ή εμπορική, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια, απαγορεύται αυστηρά, βάσει του νόμου 2121/93.