
Ένα μεσημέρι του φθινόπωρου ξεκινήσαμε για την φωτογράφιση της περιοχής των παλιατζίδικων της οδού Αναγεννήσεως στην Θεσσαλονίκη. Από την μέρα που το αποφασίσαμε, το μυαλό μου τριγυρίζει στον φίλο του παππού μου, που είχε μαγαζί εκεί.

Αρχίζω να σκαλίζω στο βάθος του μυαλού, πίσω αρκετά χρόνια. Αρχίζω να βγάζω θύμησες. Θυμάμαι σχεδόν την μορφή του, μέτριο ανάστημα, λίγο γεμάτος ή γεροδεμένος καλύτερα, με χέρια ροζιασμένα κι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Ο άνθρωπος αυτός καθόταν οκλαδόν πάνω στην καρέκλα. Πάνω σε ψάθινη καρέκλα. Πιστεύω ότι δύσκολα μπορεί να βολευτεί άνθρωπος έτσι. Κι όμως αυτός βολευόταν. Τον θυμάμαι όταν ερχόταν στο σπίτι του παππού πάντα έπαιρνε την καρέκλα από την κουζίνα για να καθίσει, ούτε καν πλησίαζε το ντιβάνι. Θυμάμαι το όνομα της γυναίκας του, Μηλιά. Θυμάμαι το χαμηλό σπιτάκι του με την αυλή σε μια ανηφόρα κατεβαίνοντας δεξιά την οδό Ρήγα Φεραίου στις Συκιές και αργότερα στα κάστρα, στην σημερινή πολιτιστική γειτονιά. Δεν μπορώ όμως με τίποτε να θυμηθώ το όνομα του. Όσο και να προσπαθώ δεν καταφέρνω να το θυμηθώ. Μέρες τώρα!


Ξεκινάω λοιπόν να πάω στην Αναγεννήσεως. Έχω ετοιμάσει μηχανές, φακούς κάρτες μνήμης. Όλα έτοιμα.Ενώ από το πρωί έχει έναν λαμπερό ήλιο, το μεσημεράκι συννέφιασε και μόλις φτάνω εκεί αρχίζει να ψιχαλίζει. Στον δρόμο σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ το όνομα, αλλά τίποτε. Αρχίζω ν’ ανησυχώ γιατί πιστεύω ότι αυτό θα είναι το μέσο που θα «ανοίξει τις πόρτες». Θα βοηθήσει στο να μας δουν πιο φιλικά και να μας αφήσουν να φωτογραφίσουμε.

Κάνουμε ένα πρώτο πέρασμα από τα μαγαζιά μπροστά. Είναι όλα παλιά, ο χρόνος έχει φθείρει όχι μόνο τα χρώματα άλλα και τους σοβάδες. Μαυρισμένα από τον καπνό, δεν έχουν σόμπες τον χειμώνα, μόνο έναν τενεκέ που μέσα καίνε ότι παλιά ξύλα βρίσκουν. Τα κεπέγκια των κλειστών μαγαζιών έχουν γίνει προθήκες. Έχουν μείνει πλέον πολύ λίγα, τα περισσότερα έχουν κλείσει. Κι αυτά που έχουν μείνει είναι στο τέλος τους, πεθαίνουν. Επισκευές δεν διανοείται να κάνει κανένας εκεί. Οι μαγαζάτορες σκυθρωποί, αμίλητοι, απρόσιτοι. Απόλυτα ταιριαστοί με τα μαγαζιά τους. Επισημαίνουμε τον άνθρωπο που θα μιλήσουμε και θα ζητήσουμε την άδεια να φωτογραφίσουμε.

Μοναδικό μας κριτήριο ότι αυτός την συγκεκριμένη ώρα δεν ήταν απασχολημένος. Με το που τον πλησιάζουμε και του μιλάμε για τον σκοπό της επίσκεψης μας σαν αστραπή, σαν επιφοίτηση, μου ‘ρχεται το όνομα του φίλου του παππού: Μπαρμπα-Βαγγέλης. Μόλις ο συνομιλητής μας, ο μαγαζάτορας, ακούει το όνομα του Μπαρμπα-Βαγγέλη το πρόσωπο του γλυκαίνει. -Πως δεν τον θυμάμαι. Να κι αυτό ήταν το μαγαζί του. Ο Δάκος ο Βαγγέλης.Όπως το είχα φανταστεί. Οι «πόρτες» αρχίζουν ν’ ανοίγουν. Η καχυποψία αρχίζει να μειώνεται. Καταλαβαίνουν ότι δεν είμαστε τίποτε περίεργοι, μόνο κάποιοι που θέλουν να σώσουν στον χρόνο τα μαγαζιά τους, την πραμάτεια τους, την φθορά του χρόνου. -Βγάλε ότι θέλεις, μόνο εμένα μην βγάλεις. Θα είμαι μια παραφωνία. Αυτά όλα είναι παλιά, εγώ είμαι νέος, μας λέει χαριτολογώντας. Δειλά δειλά αρχίζουμε να φωτογραφίζουμε, αφού πήραμε την άδεια. Η βροχή αρχίζει να δυναμώνει. Μας χαλάει τον προγραμματισμό που είχαμε κάνει. Τελικά όμως αποδεικνύεται ότι κάτι περισσότερο ξέρει ο καιρός από μας. Μουντά μαγαζιά με μουντό καιρό. Τέλειο σκηνικό. Απόλυτα ταιριαστό.

Αλυσίδες πάνω σε φθαρμένα λάστιχα φορτηγών, παλιές σούστες μικρές και μεγάλες, μικροί και μεγάλοι γάντζοι, παλιά συρματόσκοινα, ρεμούλκες, γρύλοι. Άλλα με τάξη, σχετική, κι άλλα πεταμένα μέσα στα μαγαζιά αλλά και στις αυλές δίπλα στα μαγαζιά. Που βρίσκουν άκρη μόνο αυτοί ξέρουν. Και ξέρω ότι βρίσκουν. Όλα προς πώληση με τιμές διαπραγματεύσιμες. Απ’ ότι κατάλαβα χωράει πολύ παζάρι στις τιμές για όποιον ενδιαφέρεται. Βγάζουμε στην αρχή ότι βλέπουμε μπροστά μας, στην «βιτρίνα».

Σιγά σιγά ξεθαρρεύουμε. Μπαίνουμε και στα … ενδότερα. Ανακαλύπτουμε «θησαυρούς» . Σκουριασμένους, σκονισμένους αλλά «θησαυρούς». Παλιά μεταλλικά στρατιωτικά κουτιά (ποιος ξέρει τι να έχουν μέσα), ένα ντουλάπι παλιό ξύλινο με μικρά τετράγωνα χωρίσματα γεμάτο με σούστες, άλλες μικρές άλλες πιο μεγάλες. Γάντζοι μικροί, μεγάλοι κρεμασμένοι στο χείλος ενός σιδερένιου βαρελιού περιμένουν τον αγοραστή τους. Σε μια γωνιά δεκάδες σούστες αυτοκινήτων στοιβαγμένες. Κι αλυσίδες, πολλές αλυσίδες. Σε μια γωνία, στην σκεπαστή αυλή, μια στοίβα αλυσίδες βρέχονται από μια τρύπα στην σκεπή. Νάτος ο θησαυρός! Οι σταγόνες της βροχής πάνω στις αλυσίδες που γυαλίζουν καθώς είναι βρεγμένες.

Αρχίζω να ξεθαρρεύω. Κλεφτά κάνω και κανένα «κλικ» στον μαγαζάτορα και την παρέα του. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία. Αρκετά απόμακρη, δεν σου δίνει το θάρρος να του πιάσεις κουβέντα. Λίγα λόγια. Όχι πολλά θάρρητα. Μόλις έχει πουλήσει ένα ζευγάρι αλυσίδες που κατέβασε από ένα λάστιχο. Προσπαθούν τώρα να περάσουν άλλη για … βιτρίνα. Είναι απασχολημένοι. Ευκαιρία. Κάνω μερικές κλεφτές φωτογραφίες.

Έχουμε ξεθαρρέψει πολύ πλέον. Μπαινοβγαίνουνε στο μαγαζί άνετοι. Η φωνή όμως του ιδιοκτήτη μας επαναφέρει στην … τάξη. – Φτάνει ρε παιδιά, βγάλατε όλο το μαγαζί, φτάνει πια! Είχε δίκαιο. Αν δεν μας έδιωχνε δεν πρόκειται να φεύγαμε. Ευχαριστήσαμε και φύγαμε με τους «θησαυρούς» μας αποθηκευμένους στις κάρτες μνήμης μας. Κρατήσαμε όμως εικόνες, μυρωδιές και αύρα από μια εποχή που πέρασε και είναι στο τέλος της. Ψυχανεμίζομαι ότι ίσα που προλάβαμε. Χάθηκαν τα περισσότερα. Ποιος ξέρει μετά από λίγα χρόνια αν θα υπάρχουν κι αυτά; Ας είναι εμείς προλάβαμε, έστω και στο τέλος.

Φωτογραφίες: Τηλέμαχος Γαροφαλλίδης – Μιχάλης Μαγνήσαλης
Κείμενο: Τηλέμαχος Γαροφαλλίδης
– Η αναπαραγωγή, δημοσίευση, τροποποίηση, ή εκμετάλευση των φωτογραφιών, video, κειμένων και λογότυπων που περιλαμβάνονται στον παρόντα ιστότοπο, για οποιαδήποτε χρήση, προσωπική ή εμπορική, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια, απαγορεύται αυστηρά, βάσει του νόμου 2121/93.